Η φυσιολογική περιεκτικότητα σε αλκοόλ μέσα στο ανθρώπινο αίμα δεν υπερβαίνει το 0,015%. Έτσι, μεγαλύτερες περιεκτικότητες σημειώνονται μόνο μέσω της πόσης αλκοολούχων. Με την κατανάλωση αλκοολούχων ποτών εισέρχονται στον ανθρώπινο οργανισμό μεγάλες ποσότητες θερμιδικής ενέργειας, όχι όμως και τα απαραίτητα ζωτικά θρεπτικά συστατικά.
Η φυσιολογική δύναμη καύσης 1gr. αλκοόλ ισούται με 19 KJoule και κυμαίνεται μεταξύ των υδατανθράκων (1 gr = 17 KJoule) και του λίπους (1gr = 39 KJoule). Αυτό αποδεικνύει πως με την τακτική κατανάλωση αλκοολούχων επέρχεται μια υπερβολική αύξηση θερμιδικής ενέργειας που υπερβαίνει τις ανάγκες του ανθρώπινου οργανισμού. Ο οργανισμός αποθηκεύει την ενέργεια αυτή με τη μορφή λίπους.
Η τακτική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών συνδέεται επομένως με την αύξηση του σωματικού βάρους. Ακόμη και μικρότερες ποσότητες αλκοολούχων, επειδή ανοίγουν την όρεξη, με συνέπεια να ακολουθούν πλούσια γεύματα, επιφέρουν επίσης αύξηση του σωματικού βάρους. Εκτός από αυτό, η αύξηση του σωματικού βάρους επιδρά στην αναστολή του μεταβολισμού άλλων τροφών, επειδή ο ανθρώπινος οργανισμός μεταβολίζει το αλκοόλ κατά προτίμηση από άλλα είδη τροφών, και έτσι αποθηκεύονται άλλα προϊόντα μεταβολισμού όπως το λίπος.
Μακροπρόθεσμη υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων μπορεί να επιδράσει κατ’ αντίθετο τρόπο, με την έννοια μιας ελλιπούς σίτισης. Δηλαδή, όταν η θερμιδική ενέργεια του οργανισμού καλύπτεται σχεδόν αποκλειστικά από αλκοολούχα ποτά, υπολείπεται η ενέργεια που προέρχεται από τα λευκώματα.
Με τη συνεχιζόμενη υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων επέρχεται και η ανορεξία, η οποία συνηγορεί στη μονόπλευρη σίτιση. Ενίοτε υπάρχει και αποστροφή προς τη σίτιση. Άλλωστε η ελλιπής διατροφή συνίσταται και στην περιορισμένη χρησιμοποίηση των τροφών, διότι η απορρόφησή τους είναι επίσης ελλιπής, γεγονός που οφείλεται στην αλλοίωση των βλεννογόνων του στομάχου και των εντέρων λόγω του ερεθισμού.
Αν και το αλκοόλ είναι φορέας θερμιδικής ενέργειας, δεν αυξάνει τη μυϊκή δύναμη. Εσφαλμένα πιστεύεται πως το αλκοόλ είναι απαραίτητο σε βαριές εργασίες. Το αλκοόλ δε συνηγορεί στην αύξηση της απόδοσης. Οι μύες δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσουν τη γλυκόζη, η οποία είναι απαραίτητη για την απόδοση έργου τους, με την αλκοόλη.
Το αλκοόλ, με την επίδρασή του στο εγκέφαλο, είναι που καταστέλλει το αίσθημα της κόπωσης. Το αίσθημα θερμότητας προέρχεται από τη διεύρυνση των αγγείων και τη μεγαλύτερη αιμάτωση των επιπολής(;) αγγείων. Το σώμα , κάτω από την επίδραση του αλκοόλ, χάνει γρήγορα τη θερμότητά του. Έτσι εξηγείται πως άτομα κάτω από τη δύναμη της μέθης, όταν αποκοιμούνται τις κρύες νύχτες στην ύπαιθρο, πεθαίνουν από το ψύχος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου